ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Φράγκων 19 - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τηλέφωνο: 2310524285, fax: 2310524319
www.sos-sygapa.eu
http://www.facebook.com/group.php?gid=80334963536ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΡΧΩΝ
Μια ισχυρή δυναμική σχηματίζεται στην Ελληνική κοινωνία σήμερα, ως αντίδραση σε όσα άδικα συμβαίνουν στον χώρο του οικογενειακού δικαίου. Η οικογενειακή έννομη τάξη, ως αξεδιάλυτο σύμπλεγμα υφιστάμενης νομοθεσίας και παγιωμένης νομολογίας, έχει δημιουργήσει μια εκρηκτική ανισότητα μέσα στους κόλπους της κάθε ελληνικής οικογένειας με παιδιά. Πρόκειται για την ανισότητα σε βάρος του πατέρα. Αυτή δημιουργείται από το γεγονός ότι, σε περίπτωση διάλυσης της συμβίωσης – εν γάμω ή εκτός αυτού – το παιδί ή τα παιδιά θα περιέλθουν, με μια πιθανότητα άνω του 99%, στην μητέρα. Η ανισότητα αυτή αποκτά την πλήρη πρακτική σημασία της από το γεγονός ότι, σε περίπτωση διάλυσης του γάμου, το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, όπως υπάρχει και εφαρμόζεται στην χώρα μας, βασίζεται στην αρχή του «όλα ή τίποτα». Ο ένας γονιός, αυτός που θα πάρει την «επιμέλεια», έχει περίπου απόλυτη εξουσία αποφάσεων σχετικά με το «τέκνο». Ο άλλος γονιός, αυτός που δεν θα «πάρει την επιμέλεια», χάνει κάθε αποφασιστικό ρόλο. Μαζί με την συμβίωση με τον άλλο γονιό χάνει και την συμβίωση με το παιδί του, χάνει και κάθε δικαίωμα να αποφασίζει για το παιδί του. Έτσι, μετά την διάσταση των γονιών του, το παιδί αποκτά έναν μόνο γονιό, και αποξενώνεται σχεδόν νομοτελειακά από τον άλλο. Αντίστοιχα, ο άλλος γονιός χάνει τον γονικό του ρόλο στο παιδί του, και το βλέπει να αποξενώνεται από αυτόν. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει, ακόμα κι αν ασκείται – όποτε και όσο ασκείται – ένα «χλωμό» και αποδυναμωμένο, δικαίωμα «επικοινωνίας». Την απαίσια εικόνα συμπληρώνει η αντιδικία μεταξύ των γονιών για την διατροφή του παιδιού. Όπως είναι ρυθμισμένος ο θεσμός της «διατροφής» σήμερα, με την έλλειψη κάθε ελέγχου για το «πού πάνε τα χρήματα» από τη στιγμή που θα καταβληθούν, ο γονιός που την καταβάλλει νιώθει – δικαιολογημένα – ότι μισθοδοτεί τον άλλο γονιό για να του στερεί το παιδί και να το στρέφει εναντίον του.
Η κατάφωρα άδικη αυτή κατάσταση δεν αφορά μόνον τα παιδιά χωρισμένων γονιών, ούτε μόνο τους χωρισμένους πατέρες, που έχουν δει τα παιδιά τους να τους περιφρονούν, να ζουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν τον παραμικρό λόγο πάνω τους, να αποξενώνονται και να μην τους θέλουν, και να υπόκεινται – με την προστασία όλων των Αρχών – στην αποκλειστική εξουσία, επιρροή και υποβολή της άλλης πλευράς. Αφορά άντρες και γυναίκες, μέσα και έξω από τον γάμο. Μέσα στον γάμο, αφού, στις υπάρχουσες σήμερα οικογένειες, η νομική ανισότητα αποτελεί διαλυτικό παράγοντα. Στην οικογένεια, ο ένας γονιός – κατά κανόνα: ο πατέρας – δεν μπορεί να συζητήσει, να «διαπραγματευθεί» με τον άλλον, υπό όρους ισότητας, τις οικογενειακές αποφάσεις, τα θέματα της κοινής ζωής, την ανατροφή των παιδιών τους. Και δεν μπορεί, αφού αντιμετωπίζει, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε διαφωνία με τον άλλον, το φάσμα της διάλυσης της οικογένειάς του. Και η διάλυση της οικογένειας, για τον γονιό που δεν θα πάρει την «επιμέλεια» των παιδιών του, θα σημαίνει αναγκαστικά και ουσιαστική απώλεια του οικογενειακού δεσμού με το παιδί του. Αφορά όλα τα παιδιά, που βλέπουν την οικογένειά τους να διαλύεται, επειδή έχει δομηθεί από την κατεστημένη έννομη τάξη ως οικογένεια ασταθής, και έτσι χάνουν ή θα χάσουν τον ένα γονιό τους. Αφορά άντρες και γυναίκες ως παππούδες, αν έχουν την ατυχία να εκπροσωπούν την πλευρά που δεν θα έχει την «επιμέλεια». Αφορά τις συντρόφους των πατέρων που χάσαν τα παιδιά τους, κι έχουν δίπλα τους έναν τραυματισμένο άνθρωπο, με ακρωτηριασμένη τη ζωή του. Αφορά κάθε άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που κινδυνεύει να δει το παιδί του αποξενωμένο, επειδή το νομικό σύστημα θα δώσει την απόλυτη εξουσία στον άλλον. Αφορά κάθε γονιό, πατέρα ή μητέρα, που αντιλαμβάνεται ότι το παιδί του χρειάζεται και τους δυο γονείς του. Αφορά, δηλαδή, και τις ίδιες τις μητέρες, που, αν και φαίνεται ότι το σημερινό σύστημα, στην περίπτωση διάλυσης της οικογένειάς τους τις «ευνοεί», ωστόσο τις καταδικάζει σε μιαν αντιδικία με τον «άλλον» γονιό, συχνά οδυνηρή, και στην απώλεια του άλλου γονιού για το παιδί τους, ενώ αντίθετα το παιδί τους τον χρειάζεται, και θα έπρεπε οι δημόσιοι θεσμοί να τον καλούν – ή και να τον υποχρεώνουν – στον γονεϊκό του ρόλο.
Πίσω από την εκτεταμένη δυστυχία που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, βρίσκεται ένα ανεπαρκέστατο θεσμικό σύστημα, διαμορφωμένο προ εικοσιπενταετίας στο σύνθημα ενός βεβιασμένου εκσυγχρονισμού και μιας ψευδώνυμης «ισότητας». Βρίσκεται η έλλειψη θέλησης και προτύπων της νομολογίας, που εφάρμοσε τους νόμους στην πλέον απλουστευτική και συντηρητική εκδοχή τους. Βρίσκεται ένα ανεπαρκέστατο σύστημα δημόσιας ψυχιατρικής και παιδοψυχιατρικής, που, αντί να καθοδηγήσει την νομική πράξη σε υγιέστερες και εξισορροπητικές λύσεις, δεν έχει άλλο να προτείνει από την «πειθάρχιση» του άλλου γονιού και του παιδιού, σε δικαστικά διαμορφωμένες άδικες καταστάσεις. Βρίσκεται η εμφανέστατη ανεπάρκεια δημοσίων θεσμών που θα συμβουλεύουν την οικογένεια και θα προστατεύουν τα οικογενειακά δικαιώματα και τους οικογενειακούς δεσμούς, όσο διαρκεί η οικογένεια, ή και στην περίπτωση που αυτή θα διαλυθεί. Βρίσκεται η πλήρης έλλειψη συστήματος εκπαίδευσης οικογενειακών δικαστών. Βρίσκεται η ανυπαρξία του θεσμού του οικογενειακού δικαστή. Βρίσκεται η πλήρης παραγνώριση του παιδιού ως φορέα δικαιωμάτων και βούλησης που θα πρέπει να γίνει σεβαστή. Βρίσκεται η πλήρης έλλειψη εκπροσώπησης του παιδιού, ως ανεξαρτήτου και τρίτου μέρους ενώπιον των αρχών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων. Βρίσκεται η παράλογη τοποθέτηση «συμφέροντος του παιδιού» στον χώρο της «ιδιωτικής διαφοράς». Βρίσκεται μια Πολιτεία που «νίπτει τας χείρας της», παραδίδοντας το παιδί χωρισμένων γονέων στον ένα από τους δυο γονείς του, και αφοπλίζοντας τον άλλον, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητήσει το γονεϊκό μονοπώλιο του «έχοντος την επιμέλεια» γονιού.
Αυτή η έντονη αδικία και αυτή η διάχυτη δυστυχία αναμφίβολα αποτελούν εκδηλώσεις μιας κοινωνικής παθογένειας: ανώριμοι χαρακτήρες και με χαμένο προσανατολισμό, σε πλήρη σύγχυση, διαμορφωμένοι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σε γοργούς ρυθμούς διάλυσης, κάνουν παιδιά ενώ ταυτόχρονα αδυνατούν να μοιραστούν την ζωή τους με τον άλλον. Συνειδητοποιώντας ότι γίνονται ή έγιναν γονείς, σπεύδουν να διαχωρίσουν την ζωή τους από τον άλλον, παίρνοντας το παιδί στην δική τους ζωή, και αποκλείοντάς το από την ζωή του άλλου. Αλλά το ζήτημα είναι κατά πόσον οι υφιστάμενοι θεσμοί θεραπεύουν και συμμαζεύουν αυτά τα φαινόμενα, ή επιταχύνουν την διάλυση και την καταστροφή. Στην περίπτωση του κατεστημένου συστήματος της απόλυτης μονογονεϊκής επιμέλειας, ο ρόλος των υφισταμένων θεσμών είναι διαλυτικός και καταστροφικός. Το ζευγάρι που χωρίζει υποχρεώνεται από τον νόμο να προσφύγει στα δικαστήρια για να διαμορφώσει την νέα έννομη κατάστασή του. Και η παρέμβαση των δικαστηρίων είναι πάντα προς την κατεύθυνση της διάλυσης της οικογένειας, της απόδοσης του παιδιού στον ένα από τους γονείς του, και στην αποκοπή της ουσιαστικής οικογενειακής του σχέσης με τον άλλον. Στο παραπάνω πλαίσιο, δεν έχει νόημα να επιχειρείται να μετατεθεί η ευθύνη της διάλυσης και της καταστροφής στους γονείς που χωρίζουν, με δικαιολογίες του τύπου «αν εσείς δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας τι να σας κάνουμε εμείς». Τούτο, διότι οι γονείς που χωρίζουν, έλαβαν τις αποφάσεις τους στο πλαίσιο των επιλογών που τους παρέχουν οι υπάρχοντες θεσμοί. Και είναι οι υπάρχοντες θεσμοί – αφού στα δικαστήρια, οι διαφορές για την «επιμέλεια» δικάζονται δίπλα – δίπλα με διαφορές για την «απόδοση μισθίου» και ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής – αυτοί που «εκπαιδεύουν» τους γονείς να αντιδικούν και να αλληλοεξοντώνονται.
Συνεπώς, προβάλλει ως επείγουσα και πιεστική αναγκαιότητα η θεσμική μεταρρύθμιση στον ζωτικότατο χώρο του κοινωνικού ιστού, που είναι η οικογενειακή έννομη τάξη. Προβάλλει ως επείγουσα και πιεστική αναγκαιότητα η καθιέρωση της «συνεπιμέλειας», ως βάσης για την διατήρηση των γονεϊκών ρόλων και σχέσεων απέναντι στο παιδί, ακόμα κι όταν το ζευγάρι των γονιών που το δημιούργησαν δεν ζει μαζί. Η «συνεπιμέλεια» νοείται σε τριπλή βάση:
α. Κοινή εξουσία αποφάσεων για το παιδί, μεταξύ των γονέων.
β. Ισόρροπη και ισόμετρη κατανομή του χρόνου του παιδιού με τον κάθε γονέα.
γ. Κοινή ευθύνη για το παιδί, τόσο για τα οικονομικά, όσο και για τα εν γένει προσωπικά βάρη του γονεϊκού ρόλου.
Βεβαίως, ένα σωστό νομοθετικό πλαίσιο, που θα διασφαλίσει τις ισορροπίες και θα κατευθύνει τους γονείς σε δίκαιες και ορθά εξισορροπημένες λύσεις, θα έχει ήδη «τοποθετήσει» το πρόβλημα σε νέες βάσεις, και θα το έχει φέρει πιο κοντά στην λύση του. Αυτά σημαίνουν: επείγουσα και ριζική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου του Αστικού Κώδικα και της Πολιτικής Δικονομίας Αλλά δεν αρκεί αυτό. Αναγκαία είναι, δίπλα στην νομοθετική μεταρρύθμιση:
Η ανάπτυξη δημόσιων θεσμών, επαρκώς εξειδικευμένων, επανδρωμένων με ειδικά εκπαιδευμένους ειδικούς ψυχικής υγείας, κοινωνικούς λειτουργούς, δικηγόρους, δικαστές και εισαγγελείς, εκτελεστικά όργανα. Εάν η ευθύνη για το παιδί κατανέμεται ισόρροπα στους δύο γονείς, εκεί που δεν μπορεί να υπάρξει συναπόφαση των γονέων – δεδομένης της κατά τεκμήριο διάστασης των απόψεών τους, αν τελούν και οι ίδιοι σε διάσταση – θα πρέπει να υπάρχει άμεσα διαθέσιμος δημόσιος θεσμός, υπό μορφή «οικογενειακού δικαστηρίου», ο οποίος θα πληροφορηθεί, θα συγκεντρώσει στοιχεία, θα εξετάσει το παιδί, θα συμβουλέψει, θα μεσολαβήσει, θα διαιτητεύσει και, εν ανάγκη, θα αποφασίσει και θα επιβάλει. Η «συνεπιμέλεια» δεν μπορεί να καθιερωθεί μόνο στο ιδιωτικό δίκαιο. Χρειάζεται την παράλληλη ανάπτυξη δημόσιων θεσμών, που θα την συμπληρώνουν.
Η αντιπροσώπευση του παιδιού ενώπιον των ειδικευμένων δημοσίων θεσμών, ως τρίτου μέρους, ανεξάρτητου από τους γονείς του. Το παιδί δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται, ούτε να παρίσταται στα δικαστήρια, από τον ένα από δύο γονείς που αντιδικούν μεταξύ τους και αλληλοσπαράσσονται. Ένας «συνήγορος του παιδιού» θα πρέπει να αναπτυχθεί, επανδρωμένος με ειδικά εκπαιδευμένους λειτουργούς, της ψυχολογίας όσο και της νομικής, που θα μπορεί να «ακούει» το παιδί, να έρχεται σε διάλογο με αυτό, και να εκφράζει την βούλησή του ενώπιον παντός αρμοδίου οργάνου, και να το αντιπροσωπεύει στα «οικογενειακά δικαστήρια».
Κανείς δεν είναι τόσο αφελής, ώστε να νομίζει ότι, με έναν νομοθετικό ορισμό, ή με λίγες νομοθετικές ρυθμίσεις, ή τροπολογίες, θα λυθεί το βαθύτατο πρόβλημα που υπάρχει. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς νομοθετικό. Είναι γενικότερα θεσμικό, και η λύση του απαιτεί την διάπλαση θεσμών, που θα πρέπει να δημιουργηθούν και με την νομοθετική βούληση, αλλά και με την γενικότερη πολιτειακή βούληση, που θα διασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους. Όλα αυτά, θα πρέπει να γίνουν αντικείμενο της πλέον σοβαρής επεξεργασίας, επιστημονικής όσο και οργανωτικής. Θα πρέπει να βασιστούν στην εμπεριστατωμένη επιστημονική έρευνα της Ελληνικής πραγματικότητας, αλλά και στην σοβαρή μελέτη και την ανταλλαγή ιδεών με τα ανάλογα κινήματα και τις πρακτικές του εξωτερικού. Θα πρέπει να συνδυαστούν με την ανάπτυξη διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερομένων ομάδων και φορέων. Θα πρέπει και το άμεσα ενδιαφερόμενο άτομο, ο πατέρας, η μητέρα, ο αδελφός, ο παππούς ή η γιαγιά που προβληματίζονται, να μπορούν να ρωτήσουν, να μάθουν, να πουν, να ακουστούν, να αποκτήσουν λόγο. Θα πρέπει να υλοποιηθούν με την διάχυση στο κοινωνικό σώμα των αρχών της δικαιοσύνης στις οικογενειακές σχέσεις, με επίκεντρο τα δικαιώματα του κάθε μέλους της οικογένειας. Και θα πρέπει να εξοπλιστούν με μηχανισμούς ελέγχου και ανάδρασης, να μαθαίνουμε από τις προόδους, τα επιτεύγματα και τα λάθη μας, και να προβαίνουμε στις αναγκαίες προσαρμογές.
Να προσαρμοστεί η Ελληνική νομοθεσία στις διεθνείς υποχρεώσεις της από την σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (Σύμβαση Ν. Υόρκης της 26/1/1990, Ν. 2101/1992, ΦΕΚ Α΄/192, ιδίως στο άρθρο 18, την «αναγνώριση της αρχής, σύμφωνα με την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του.»). Να κατοχυρώσει, σε στοιχειώδη μορφή, το δικαίωμα του παιδιού να ανατρέφεται κι από τους δυο γονείς του, ακόμα κι αν οι ίδιοι έχουν χωρίσει.
Το κενό αυτό, ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης του αιτήματος της θεσμικής αλλαγής στον χώρο του οικογενειακού δικαίου, θέλει να καλύψει το κόμμα που ιδρύεται με την διακήρυξη αυτή. Πιστεύοντας στα παραπάνω, ιδρύουμε το 'Ευρωπαικό Κοινωνικό κίνημα' για το οποίο δεσμευόμαστε να δουλέψουμε και να παλέψουμε για την επιτυχία των σκοπών του.
Σε κάθετη διάταξη, η πολιτική κίνηση που εκφράζουμε, διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα.
Την δυναμική βάση του, μια μάζα ανθρώπων που έχασαν τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους, ή που απειλούνται να χάσουν τις οικογένειες και τα παιδιά τους, λόγω του υφισταμένου σήμερα θεσμικού πλαισίου, ή που προβληματίζονται και θέλουν να διασφαλίσουν την οικογένειά τους από την απειλή της διάσπασης και τα παιδιά τους από την απειλή της αποξένωσης. Η κοινωνική βάση αυτή είναι ποτισμένη με την έντονη αίσθηση της αδικίας, και την απαίτηση να «γίνει κάτι» για όλα αυτά. Απαιτεί να παρέμβει η πολιτεία για να αποτρέψει, να διορθώσει, να επανορθώσει το κακό που τους βρήκε ή που τους απειλεί. Ως εκλογική βάση, διαμοιράζεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, και αποτελείται από ψηφοφόρους όλων των κομμάτων. Όμως, εδώ είναι που αναπτύσσεται ένας εξαιρετικά πολύμορφος και δυναμικός πλούτος ιδεών, ο οποίος διασταυρώνεται με τον όμοια δυναμικό και πολύμορφο πλούτο ιδεών που έρχεται από το εξωτερικό, από άμεσες επαφές με τις εκεί οργανώσεις, αλλά και μέσω του διαδικτύου.
Δύο πυλώνες στηρίζονται στην βάση αυτή, και αντλούν από αυτήν την δυναμική τους: ο ένας είναι μια αξιόλογη επιστημονική κίνηση, ιδίως στις επιστήμες της νομικής και των επιστημών της ψυχικής υγείας, σε όλο τους το φάσμα. Και ο άλλος είναι οι συλλογικές μορφές δράσης. Τις έχουμε δει να εκδηλώνονται με μορφές δράσης όπως διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ακτιβιστικές ενέργειες, εκδηλώσεις και επιστημονικά συνέδρια, καθώς και αλληλοϋποστήριξη, ανταλλαγή εμπειριών, γνώσεων και συμβουλών μεταξύ των μελών. Το επόμενο βήμα είναι η δράση τους μέσα από ένα συγκροτημένο πολιτικό φορέα.
Ο φορέας αυτός θέλει να εκφράσει πολιτικά την κοινωνική αυτή ανάγκη, και τις δραστηριότητες που την στηρίζουν με συλλογικούς φορείς και επιστημονικές προτάσεις. Θέλουμε να εκφράσουμε άμεσα, σε πολιτική πράξη, την κοινωνική βάση διαμαρτυρίας και την απαίτηση της μεταρρύθμισης των θεσμών. Θέλουμε να εκφράσουμε την δυναμική που πηγάζει από την κοινωνική αδικία, στην απαίτηση ενός κόμματος και ενός άμεσου και αυτοδύναμου ρόλου παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα, στην πολιτική εξουσία, στις πολιτικές αποφάσεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, να αντιδράσουμε στα σύγχρονα και δίκαια αιτήματα της κοινωνίας, και ως συλλογικών φορέων, και ως ατόμων, να διασφαλίσουμε την συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων, να ενσωματώσουμε την αναγκαία επιστημονική υποδομή, να προσφέρουμε στην κοινή γνώμη και στο εκλογικό σώμα ένα αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό δείγμα δεδομένων, με βάση τα οποία θα κρίνει και θα αποφασίσει να εκφραστεί πολιτικά από εμάς.
Η οργάνωση και η δράση μας δίνουν νόημα σε μια δίκαιη και ανθρώπινη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η δράση μας και η συνεργασία μας με οποιονδήποτε τρίτο φορέα ορίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια. Όλες μας οι ενέργειες, εντός και εκτός Βουλής, όπως και η πολιτική στήριξη που θα επιλέγουμε να δώσουμε σε ενέργειες τρίτων, δεσμεύονται από τους σκοπούς μας στην προώθηση της κοινωνικής μεταρρύθμισης που οραματιζόμαστε και στην υποστήριξη κάθε προοδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής ή οικολογικής πρωτοβουλίας ή κίνησης, στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης.